κνήκου

κνήκου
κνῆκος
safflower
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κνηκέλαιον — κνηκέλαιον, τὸ (Α) το λάδι τής κνήκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + ἔλαιον] …   Dictionary of Greek

  • κνηκός — κνηκός, ή, όν και δωρ. τ. κνακός, ά, όν (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κνήκου, ο κιτρινοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνήκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”